Καρδιοπάθειες κατά την κύηση

καρδιοπάθειες κατά την κύησηΚατά τη διάρκεια της κύησης ο όγκος του κυκλοφορούντος αίματος αυξάνει σταδιακά μέχρι και 50% προς το τέλος της, ενώ αυξάνεται και η καρδιακή συχνότητα προκειμένου η καρδιακή παροχή να ανταποκρίνεται στις νέες σωματικές συνθήκες. Οι μεταβολές αυτές είναι φυσιολογικές προσαρμογές του οργανισμού της μητέρας στις αυξημένες ανάγκες, αφού συντηρεί και το σύστημα μήτρας-εμβρύου και δεν συνιστούν συμπτώματα πάθησης. Υπάρχουν όμως και παθήσεις που μπορεί να εμφανισθούν κατά τη διάρκεια της κύησης και μάλιστα να μη είναι εμφανείς αρχικά αφού τα συμπτώματα συγχέονται αρχικά με αυτά των φυσιολογικών προσαρμογών. Οι καρδιακές παθήσεις της εγκυμοσύνης, ευτυχώς σπάνιες, μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή μητέρας.

Μυοκαρδιοπάθεια της κύησης (περιγεννητική μυοκαρδιοπάθεια)

Η πάθηση εμφανίζεται κατά τον τελευταίο μήνα της κύησης ή μέσα στους πέντε πρώτους μήνες της λοχείας σε γυναίκες που δεν είχαν προηγουμένως ιστορικό κάποιας οργανικής καρδιακής νόσου. Λόγω της υπερκινητικής κυκλοφορίας τα συμπτώματα μπορεί να καλυφθουν για κάποιο διάστημα και αυτά είναι η δύσπνοια, η εύκολη κόπωση, περιφερικά οιδήματα και αύξηση του βάρους λόγω κατακράτησης υγρών. Μερικές φορές μπορεί να είναι πιο δραματικά με την εμφάνιση αρτηριακών ή πνευμονικών εμβολών. Η διάγνωση τίθεται από το συνδυασμό κλινικής εικόνας υπερηχοκαρδιογραφικών ευρημάτων (διάταση αρ. κοιλίας - < 45% μειωμένο κλάσμα εξώθησης) και την απουσία προηγούμενης καρδιακής πάθησης.

Η πρόγνωση της νόσου είναι καλή για τις μισές περίπου περιπτώσεις με πλήρη υποχώρηση των συμπτωμάτων και αποκατάσταση στο ακέραιο της καρδιακής λειτουργίας σε διάστημα περίπου 6 μηνών, αλλά δυστυχώς κακή για τις άλλες μισές που παρουσιάζουν διαρκή επιδείνωση της απόδοσης της καρδιάς (της αριστερής κοιλίας) που μπορεί να καταλήξει σε μόνιμη καρδιακή ανεπάρκεια και χρόνια λήψη φαρμακευτικής αγωγής ή ακόμη χειρότερα στην ανάγκη καρδιακής μεταμόσχευσης για να αποφευχθεί ο πρόωρος θάνατος . Η θνησιμότητα που συνοδεύει τη νόσο είναι περίπου 9%, ενώ παλαιότερα αναφέρονταν σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά. Στην πενταετία τα ποσοστά θνησιμότητας στις ανίατες περιπτώσεις μπορεί να φθάσουν το 20% έως 50%.

Η θεραπεία εκτός από την αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας με τη συνήθη αγωγή περιλαμβάνει και την προσθήκη αντιπηκτικής αγωγής λόγω του κινδύνου θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο παρατεταμένος κλινοστατισμός που συστήνονταν παλαιότερα δεν βοηθά γιατί ακριβώς αυξάνει την πιθανότητα των θρομβοεμβολικών επεισοδίων και για τούτο συστήνεται προσεκτική σωματική δραστηριότητα όπως το βάδισμα. Βελτιώσεις έχουν επιτευχθεί και με ανοσοκατασταλτική θεραπεία (αζαθειοπρίμη πρεδνιζόνη και ανοσοσοσφαιρίνη), που πρέπει όμως να επιφυλάσσεται μόνο για τις περιπτώσεις που η κλασική θεραπεία αποτυγχάνει. Στην περίπτωση που εμφανισθεί οξεία καρδιακή ανεπάρκεια έχουν ισχυρή ένδειξη η χρήση ενδοαορτικής αντλίας ή υποστηρικτικών συσκευών της αριστερής κοιλίας για να δοθεί ο χρόνος στην καρδιά να ανακάμψει, δεδομένου ότι παρατηρούνται αυτόματες ιάσεις.

Στην περίπτωση νέας εγκυμοσύνης σε γυναίκες με ιστορικό της πάθησης υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποτροπής ενώ πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγεται η εγκυμοσύνη όταν δεν έχει αποκατασταθεί προηγουμένως η καρδιακή λειτουργία.

Η αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη ( πιθανολογείται ο συνδυασμός ιώσεως με εμπλοκή αυτοάνοσης αντίδρασης του οργανισμού, ακόμη έχει αναφερθεί ως προδιαθεσική αιτία η χαμηλή περιεκτικότητα του αίματος στο ιχνοστοιχείο σελήνιο) και η συχνότητα της είναι περίπου 1 στις 3000 εως 15000 εγκυμοσύνες. Η συχνότητα της νόσου είναι μεγαλύτερη στις άνω των 30 ετών γυναίκες, στις πολύτοκες και στην περίπτωση της διδύμου κύησης. Οι γυναίκες της Αφρικής έχουν τριπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν τη νόσο.

Εκλαμψία - προεκλαμψία (Υπέρταση της κύησης)

Η πάθηση εμφανίζεται μετά το μέσο της κύησης ή μετά τον τοκετό και χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πίεσης και κρίσεις σπασμών που ακολουθούνται από κώμα διάρκειας μερικών λεπτών έως και περισσότερο της μιας ώρας. Οι κρίσεις σπασμού ξεκινούν από τους μύες του προσώπου και μετά από 10-12 δευτερόλεπτα επεκτείνονται στο υπόλοιπο σώμα με διάρκεια περίπου 60 δευτερόλεπτα. Οι τονικοκλονικοί σπασμοί (επιληπτικά επεισόδια) αφιέμενα χωρίς θεραπεία επαναλαμβάνονται.

Η αντιμετώπιση των κρίσεων περιλαμβάνει την φροντίδα για να παραμείνουν ανοικτοί οι αεραγωγοί και τη χορήγηση σπασμολυτικών φαρμάκων ( θειϊκό μαγνήσιο, διαζεπάμη) για τον έλεγχο των σπασμών. Παράλληλα χορηγούνται και αντι-υπερτασικά φάρμακα για την διατήρηση της αρτηριακής πίεσης σε φυσιολογικά όρια. Εφόσον η εκλαμψία εμφανισθεί πριν από τον τοκετό γίνεται πρόκληση τοκετού ή καισαρική τομή.

Η συχνότητα της νόσου 0.5% έως 4% και η θνητότητα που τη συνοδεύει φθάνει μέχρι 20%. Είναι δύο με τρεις φορές συχνότερη στην πρώτη κύηση από ότι στις επόμενες.

Συνήθως της εκλαμψίας προηγείται η προεκλαμψία που χαρακτηρίζεται από αύξηση της αρτηριακής πίεσης, σοβαρή πρωτεϊνουρία και οίδημα (προσώπου και περιφερικά). Όταν η αύξηση της πίεσης είναι μεγαλύτερη από 160mmHg και η πρωτεϊνουρία > 5 γραμμάρια / 24 ώρες και αν ιδιαιτέρως αυτά συνοδεύονται από μείωση της παραγωγής ούρων, θρομβοπενία, ηπατικές , εγκεφαλικές ή οπτικές διαταραχές τότε η πιθανότητα εμφάνισης εκλαμψίας είναι μέγιστη.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην εκτίμηση της αρτηριακής πίεσης στην έγκυο γιατί είναι συχνά σχετικό μέγεθος, δηλαδή για μία γυναίκα με συνήθη πίεση περι το 10mmHg το 13-14 mmHg συνιστά υπέρταση. Η προεκλαμψία τερματίζεται μετά τον τοκετό και την απομάκρυνση του πλακούντα.

Η αιτιολογία της νόσου παραμένει άγνωστη, φαίνεται όμως να συνδέεται με γενικευμένη αγγειοσυστολή, από αδυναμία ανάπτυξης της φυσιολογικής αγγειοδιαστολής που είναι προσαρμοστικός μηχανισμός του οργανισμού της μητέρας κατά την κύηση, με αποτέλεσμα υπέρταση. Οι σπασμοί φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα εγκεφαλοπάθειας που προκαλείται από υπερβολική ροή αίματος στον εγκέφαλο.